συνάδελφος

συνάδελφος
collègue

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • συνάδελφος — one that has a brother masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάδελφος — ο, η / συνάδελφος, ον, ΝΜΑ, και συνάδερφος, ο, η, θηλ. και συναδέλφισσα και συναδέρφισσα Ν νεοελλ. μσν. 1. αυτός που ασκεί το ίδιο επάγγελμα με κάποιον άλλο 2. αυτός που ανήκει στον ίδιο οργανισμό, στην ίδια εταιρεία, στην ίδια σχολή με άλλον αρχ …   Dictionary of Greek

  • συνάδελφος — ο, η αυτός που ασκεί το ίδιο επάγγελμα με κάποιον: Οι συνάδελφοί του τον έχουν σε μεγάλη υπόληψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνάδελφον — συνάδελφος one that has a brother masc/fem acc sg συνάδελφος one that has a brother neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναδέλφοις — συνάδελφος one that has a brother masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναδέλφου — συνάδελφος one that has a brother masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναδέλφους — συνάδελφος one that has a brother masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Sandalphon — (Hebrew: סנדלפון; Greek: ) is an archangel in Jewish and Christian writings. Origin Some of the earliest sources on Sandalphon refer to him as the prophet Elijah transfigured and elevated to angelic status.Davidson, Gustav (1967), A Dictionary of …   Wikipedia

  • Ορεστειακά — Έτσι ονομάστηκαν τα αιματηρά επεισόδια που έγιναν τον Νοέμβριο του 1903 στην Αθήνα, όταν το Βασιλικό θέατρο ανέβασε την Ορέστεια του Αισχύλου, μεταφρασμένη σε απλή νεοελληνική γλώσσα από τον καθηγητή του πανεπιστημίου Γεώργιο Σωτηριάδη. Ο άκρως… …   Dictionary of Greek

  • έθος — το (AM ἔθος) συνήθεια, έξη, έθιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έθος < Fέθος < IE*swedhos < ΙΕ ρ. *swedh , τής οποίας η εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα απαντά στον τ. είωθα*, ενώ η ετεροιωμένη στο λατ. sod ālis «σύντροφος, συνάδελφος». Η λ. έθος εξάλλου …   Dictionary of Greek

  • καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”